- ἑξῆμαρ
- ἑξῆμαρfor six daysindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξήμαρ — ἑξῆμαρ (Α) επίρρ. επί έξι ημέρες («ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε και ἧμαρ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ήμαρ «ημέρα»] … Dictionary of Greek
ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… … Dictionary of Greek